- μανιτόμπα
- (Manitoba). Επαρχία (647.797τ. χλμ., 1.150.848κάτ. το 2001) του νοτιοκεντρικού Καναδά, η οποία συνορεύει στα Β με την επαρχία Νούναβουτ, στα Α με την επαρχία Οντάριο, στα Ν με τις Ηνωμένες Πολιτείες (Μινεζότα και Βόρεια Ντακότα), στα Δ με την επαρχία Σασκάτσουαν και στα ΝΑ βρέχεται από τον κόλπο Χάντσον. Πρωτεύουσα είναι η Γουίνιπεγκ (684.300 κάτ.). Άλλες πόλεις είναι η Μπράντον, η Σεντ Μπονιφάς (απέναντι στην Γουίνιπεγκ), η Σεντ Βιτάλ, η Σεντ Τζέιμς και η Ιστ Κιλντόναν.
Το μεγαλύτερο τμήμα της Μ. (εκτός από το νοτιοδυτικό) κείται στην Καναδική Ασπίδα και ως εκ τούτου αποτελείται από πανάρχαια βραχώδη πετρώματα, πολυάριθμα ποτάμια και δάση. Το έδαφος της Μ. είναι πεδινό προς Β και ΒΑ, αλλά όσο προχωρεί προς Ν και ΝΔ ανυψώνεται, σχηματίζοντας τα όρη Ράιντινγκ, Πεμπάινα και Πορκιουπάιν, των οποίων το μέγιστο ύψος κυμαίνεται μεταξύ 600 και 1.000 μ. Η Μ. είχε υποστεί έντονα τη δράση των παγετώνων της τεταρτογενούς περιόδου, οι οποίοι έχουν αφήσει εμφανή ίχνη της διαβρωτικής και ιζηματικής ενέργειάς τους στις πολυάριθμες λιμναίες λεκάνες και στις συχνές λοφώδεις ράχες. Κυριότερες λίμνες είναι η Γουίνιπεγκ (24.514 τ. χλμ.) και η Μανιτόμπα (4.600 τ. χλμ.). Μεγαλύτεροι ποταμοί είναι ο Ρεντ Ρίβερ (Ερυθρός Ποταμός) με τον παραπόταμό του Εσινιμπόιν, ο Γουίνιπεγκ, ο Σασκάτσουαν, ο Νέλσον και ο Τσόρτσιλ. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό, με περιορισμένες βροχοπτώσεις (περίπου 500 χλστ. ετησίως).
Βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές είναι η γεωργία (δημητριακά, πατάτες, λιναρόσπορο), τα δάση (45% της έκτασης της επαρχίας), και τα ορυχεία (νικελίου, χρυσού, ψευδαργύρου, χαλκού και αργύρου). Η βιομηχανία βασίζεται κυρίως στους τομείς της μεταλλουργίας, στην επεξεργασία των ειδών διατροφής και στα διυλιστήρια πετρελαίου, και κατά δεύτερο λόγο στην παραγωγή χημικών προϊόντων, στην υφαντουργία και στην κατασκευή γεωργικών μηχανημάτων.
Στην περιοχή κατοικούσαν αρχικά Εσκιμώοι και Ινδιάνοι. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι ήρθαν τον 17ο αι., οδηγημένοι από την προσπάθεια ανακάλυψης του υποτιθέμενου βορειοδυτικού περάσματος προς τον Ειρηνικό ωκεανό. Το 1670 ιδρύθηκε στο Λονδίνο η Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον η οποία εγκατέστησε έναν εμπορικό σταθμό στο Πορτ Νέλσον (1682). Γάλλοι γουνέμποροι δημιούργησαν επίσης εμπορικούς σταθμούς και ο ανταγωνισμός με τους Άγγλους οδήγησε σε συρράξεις, οι οποίες έληξαν το 1763 με το τέλος του Γαλλο-ινδιάνικου πολέμου. Ο πρώτος ευρωπαϊκός οικισμός ιδρύθηκε το 1812 από τον σερ Τόμας Ντάγκλας, αλλά συνάντησε την αντίδραση των μιγάδων Μετίς (γαλλο-ινδιάνικης καταγωγής), οι οποίοι στασίασαν υπό την ηγεσία του Λουί Ριέλ και εμπόδισαν την εγκατάσταση των Ευρωπαίων. Το 1870, με νόμο, η Μ. αναγνωρίστηκε ως επαρχία της οποίας τα σύνορα διευρύνθηκαν το 1881 και το 1912.
Το πανεπιστήμιο της Γουίνιπεγκ, πρωτεύουσας της επαρχίας Μανιτόμπα, του νοτιοκεντρικού Καναδά.
* * *ηποικιλία σκληρού σίτου που παράγεται ιδίως στην ομώνυμη επαρχία τού Καναδά, αλλά καλλιεργείται και στην Ελλάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. Manitoba τής επαρχίας τού Καναδά στην οποία παράγεται το σιτάρι αυτό].
Dictionary of Greek. 2013.